- ογκίδιο
- τομικρός όγκος: Η κρεατοελιά είναι ένα ογκίδιο του δέρματος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ογκίδιο — (I) το [όγκος (Ι)] όγκος μικρού μεγέθους. (II) το 1. βοτ. γένος φυτών 2. ζωολ. γένος γαστεροπόδων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. oncidium (< όγκος [Ι]). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Δ. Πετρίνη] … Dictionary of Greek
ξάνθωμα — Οξείδιο ή πλάκα κίτρινου χρώματος που σχηματίζεται κυρίως στους αγκώνες, στα γόνατα, στο τριχωτό του κεφαλιού και στους τένοντες. Αποτελείται από μακροφάγα κύτταρα, γεμάτα λιποειδή σώματα (χοληστερίνη) και μπορεί να είναι μεμονωμένο, εξαιτίας… … Dictionary of Greek
όγκος — Από στοιχειώδη άποψη, ο όρος χαρακτηρίζει την «έκταση ενός στερεού» ως προς μια μονάδα μέτρησης μ3, π.χ. το κυβικό μέτρο, το κυβικό εκατοστό κλπ. Για ορισμένα απλά στερεά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που μας επιτρέπουν τον υπολογισμό του όγκου … Dictionary of Greek
γάγγλιο — το μικρό ογκίδιο, εξόγκωμα, που παρατηρείται σε ορισμένα λεμφικά αγγεία και νεύρα: Λεμφικά γάγγλια. – Νευρικά γάγγλια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)